- προδέρκομαι
- προ-δέρκομαι, pass., vorher-, voraussehen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προδέρκομαι — Α βλέπω κάτι εκ τών προτέρων, προμαντεύω, προβλέπω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δέρκομαι «κοιτάζω, βλέπω»] … Dictionary of Greek
προδέδορκεν — προδέρκομαι see beforehand perf ind act 3rd sg προδέρκομαι see beforehand plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδέρκεσθαι — προδέρκομαι see beforehand pres inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek